- μυοπαθητικός
- -ή, -ό [μυοπάθεια]φρ. «μυοπαθητικό προσωπείο», ιατρ. η χαλαρή, κουρασμένη έκφραση τού προσώπου τών ατόμων που πάσχουν από μυοδυστροφία ή από μυασθένεια, λόγω αδυναμίας ή ατροφίας τών μιμικών μυών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.